χωρικός

χωρικός
χωρ-ικός, ή, όν, ([etym.] χώρα)
A rustic, rural, Vett.Val.7.8;

ἐργάται POxy.141.5

(vi A. D.), cf. Poll.9.13; in Egypt, λειτουργίαι χ., of services rendered in the χώρα, i.e. outside Alexandria (cf.

χώρα 11.3

), OGI669.34 (i A. D.);

χ. βιβλιοθήκη PFlor.46.1

(ii A. D.).
2 indigenous,

κάλαμος PMag.Par.1.63

; ἀρτεμισία cj. for χλωρ- (q. v.) ib.914;

φῦκος PHolm.21.45

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χωρικός — rustic masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικός — (I) ή, ό / χωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [χώρα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωριό ή αυτός που προέρχεται από το χωριό, αγροτικός νεοελλ. φρ. «χωρικά ύδατα» (νομ.) η μεταξύ τών ακτών ή τής εσωτερικής θάλασσας ορισμένου κράτους και τής ελεύθερης… …   Dictionary of Greek

  • χωρικός, -ή — ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χωριό, αυτός που προέρχεται από το χωριό, χωριάτικος. 2. το αρσ. ως ουσ., χωρικός ο κάτοικος χωριού, ο χωριάτης. 3. το θηλ. ως ουσ., χωρική η χωριάτισσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρικά — χωρικός rustic neut nom/voc/acc pl χωρικά̱ , χωρικός rustic fem nom/voc/acc dual χωρικά̱ , χωρικός rustic fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικῶν — χωρικός rustic fem gen pl χωρικός rustic masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικόν — χωρικός rustic masc acc sg χωρικός rustic neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικοί — χωρικός rustic masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικοῦ — χωρικός rustic masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικούς — χωρικός rustic masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρικῆς — χωρικός rustic fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χωρική — χωρικός rustic fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”